γράφει ο π. Αθανάσιος Μηνάς
[...] Περιμένοντας νά ἔλθει ἡ ὣρα πού τό λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς θά μᾶς μετέφερε ἀπό τίς Καρυές στή Δάφνη, μέ πλησίασε ἓνας σεβάσμιος γέροντας, ἂγνωστος σέ μένα, στάθηκε καί μέ ρώτησε: «Πάτερ, εἶστε πνευματικός;». Ντράπηκα νά τοῦ ἀπαντήσω καταφατικά.
Τότε ἐκεῖνος μέ ξαναρωτάει, κοιτώντας με διαπεραστικά στά μάτια, δίνοντάς μου νά καταλάβω ὃτι αὐτή τήν ὣρα δέν χρειάζονται ἀρρωστημένες ταπεινολογίες. Τοῦ ἀπήντησα, τότε, ὃτι μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία μοῦ εἶχε δώσει τήν εἰδική εὐλογία καί ἂδεια νά εἶμαι ἐξομολόγος.
Εὐθύς ἀμέσως μοῦ εἶπε ἐπί λέξη: «Πάτερ, πρίν λίγες ἡμέρες εἶδα ἓνα φοβερό ὃραμα, τό ὁποῖο δέν μπορῶ νά κρατήσω ἐπάνω μου. Νοιώθω τήν ἀνάγκη νά τό ἀποκαλύψω σέ πνευματικό τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν παράκληση ἐκεῖνος νά τό χειριστεῖ ὃπως τόν φωτίσει ὁ Θεός». «Μιλῆστε, πάτερ», τοῦ ἀπήντησα.